- αιρετικός
- -ή, -ό (Α αἱρετικός, -ή, -όν)1. οπαδός αιρέσεως και, κυρίως, θρησκευτικής2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αίρεση, που διενεργείται σύμφωνα με μια αίρεση(νεοελλ.-μσν.) (και ως ουσ.) αυτός που δεν παραδέχεται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα όπως είναι, ο αποστάτηςνεοελλ.(και ως ουσ.)1. ασεβής, ανόσιος2. ιδιότροπος, κακότροποςαρχ.1. ο ικανός να εκλέξει, να διαλέξει2. επίρρ. αἱρετικῶςα) με επιλογή, ύστερα από επιλογή ή εκλογήβ) με τρόπο που αρμόζει σε αιρετικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το αἱρετὸς και σήμαινε αρχικά «τον ικανό να επιλέξει».ΠΑΡ. μσν. αἱρετικίζω.ΣΥΝΘ. μσν. αἱρετικοφανής].
Dictionary of Greek. 2013.